- προσαντέχω
- Α [ἀντέχω]αντιστέκομαι ακόμη πιο πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
προσαντίσχω — Α προσαντέχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντίσχω, άλλος τ. τού ἀντέχω] … Dictionary of Greek